- εἱρμοί
- εἱρμόςtrainmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβασία — η (Μ καταβασία) στον πληθ. οι καταβασίες ή αἱ καταβασίαι (λειτ.) οι ειρμοί τών κανόνων τών μεγάλων δεσποτικών ή θεομητορικών εορτών που ψάλλονται στην ακολουθία τού όρθρου μσν. κατάβαση, κάθοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάβασις. Οι ειρμοί τών κανόνων… … Dictionary of Greek
Κασσιανή — (9ος αι.). Βυζαντινή ποιήτρια και μελωδός. Ήταν μοναχή και έζησε έως τον θάνατό της στο μοναστήρι που η ίδια ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη. Η παράδοση συνδέει τη ζωή της Κ. με το γνωστό επεισόδιο εκλογής συζύγου από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Ο… … Dictionary of Greek